- κορακίστικα
- Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη μυστικών οργανώσεων για να μη γίνονται αντιληπτά όσα έλεγαν. Η γλώσσα αυτή διαμορφώθηκε με την παρεμβολή μιας συλλαβής, έπειτα από κάθε συλλαβή της καθημερινής ομιλίας, η οποία αποτελείται πάντοτε από το ίδιο σύμφωνο ή φωνήεν ή δίφθογγο της προηγούμενης συλλαβής (τίκι θέκε λειςκεις; που σημαίνει τι θέλεις;). Ανάλογες προς τα κ. διαλέκτους χρησιμοποιούσαν κατά το παρελθόν και άλλοι λαοί της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας. Εξαιτίας της δυσκολίας που παρουσιάζει η κατανόηση αυτής της διαλέκτου, επικράτησε ο χαρακτηρισμός ως κ. κάθε ακατανόητης ομιλίας. Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός ονόμασε έτσι τη γνωστή κωμωδία του, με την οποία προσπάθησε να αποδείξει ότι η καθαρεύουσα, που πρότεινε να καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα ο Κοραής, ήταν ακατανόητη για τους Έλληνες.
* * *και κορακιστικά, τα1. κακόηχη και ακατάληπτη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή τών κοράκων2. συνθηματική γλώσσα, κυρίως τών παιδιών, κατά την οποία μεταξύ τών συλλαβών τών λέξεων παρεμβάλλεται κατά την προφορά άλλη ξένη συλλαβή, π.χ. τίχι θέχιλειςχι; (=τί θέλεις;).[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κορακιστί «στη γλώσσα τών κοράκων» + κατάλ. -ικα, κατά τα ρωμαί-ικα, τούρκ-ικα κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.